στομώ

στομώ
-όω, ΜΑ
βλ. στομώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στομῶ — στομόω muzzle pres subj act 1st sg στομόω muzzle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομώνω — στομῶ, όω, ΝΜΑ [στόμα] βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] …   Dictionary of Greek

  • ορθοστομώ — ὀρθοστομῶ, έω (Μ) μιλώ ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. κακο στομώ] …   Dictionary of Greek

  • πανσεμνοστομώ — έω Μ μιλώ με μεγάλη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσεμνος + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοστομώ — έω, Α λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. πολυ στομῶ] …   Dictionary of Greek

  • αποστομωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποστόμωση, που εξαναγκάζει σε σιγή («αποστομωτική απάντηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστομώνω, στομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αστόμωτος — η, ο (Α ἀστόμωτος, ον) [στομώ] αυτός που δεν έχει ακονιστεί, που δεν έχει γίνει κοφτερός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χάσει την ικανότητα να κόβει, που δεν έχει αμβλυνθεί 2. ο ασυγκράτητος, ο ριψοκίνδυνος («αστόμωτη λεβεντιά») 3. ο αχόρταγος… …   Dictionary of Greek

  • βραδυστομώ — βραδυστομῶ ( έω) (Α) είμαι βραδύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + στομώ < στομος < στόμα] …   Dictionary of Greek

  • καταστομώ — καταστομῶ, όω (Μ) 1. οξύνω την κόψη, κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό 2. παθ. καταστομοῡμαι, όομαι αποκτώ οξεία ακμή ή αιχμή, γίνομαι κοφτερός, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”